- τιτανικός
- (I)-ή, -ό / τιτανικός, -ή, -όν, ΝΑ [Τιτᾱνες]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τιτάνες («τὴν λεγομένην... τιτανικήν φύσιν ἐπιδεικνύσι», Πλάτ.)νεοελλ.μτφ. τιτάνιος, υπεράνθρωπος, υπερφυσικός («τιτανική δύναμη»).επίρρ...τιτανικώς Ακατά τον τρόπο τών Τιτάνων.————————(II)-ή, -ό, Ν [τιτάνιο]ο σχετικός με το χημικό στοιχείο τιτάνιο (α. «τιτανικό οξύ» β. «τιτανικό άλας»).
Dictionary of Greek. 2013.